- φραγή
- ηφράγμα, φραγμός, φράχτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φραγή — η, Ν φράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ τού φράζω* (II) (πρβλ. φράγ μα, φραγ μός) + κατάλ. ή (πρβλ. αλλάζω: αλλαγή, σφάζω: σφαγή)] … Dictionary of Greek
φραγῇ — φράσσω fence in aor subj pass 3rd sg φράσσω fence in aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγῆι — φραγῇ , φράσσω fence in aor subj pass 3rd sg φραγῇ , φράσσω fence in aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραγκόσυκο — το, Ν βοτ. ο εδώδιμος καρπός τής φραγκοσυκιάς, αλλ. αραπόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + σύκο. Κατ άλλη άποψη, το α συνθετικό τής λ. ανάγεται στον τ. φραγή «φράχτης» λόγω τού ότι το δέντρο φυτεύεται στους φράχτες με παρετυμολ.… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
φράγμα — το, ατος 1. καθετί που φράζει, φράχτης, φραγή, φραγμός. 2. (φυσ.), σύνολο από πυκνές, λεπτές, παράλληλες, ευθείες χαραγές σε γυάλινο ή μεταλλικό κάτοπτρο, που απέχουν το ίδιο μεταξύ τους και που δημιουργούν περίθλαση του φωτός. 3. τεχνικό έργο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)